- περιπλέκω
- ΝΜΑ1. πλέκω κάτι γύρω από κάτι άλλο, περιβάλλω κάτι πλέκοντας (α. «ούτε κισσός, π' αναίσθητος την πέτρα περιπλέκει, ούτ' αστραπή που σβήνεται χωρίς αστροπελέκι», Βαλαωρ.β. «περιπλέξητε αὐτοῑς τὰ σκέλη περὶ τὴν γαστέρα», Λουκιαν.)2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) περιπεπλεγμένος, -η, -ο(ν)περίπλοκος, πολύπλοκος3. φρ. «περιπλέκω τον λόγο»μτφ. καθιστώ τον λόγο περίπλοκο, πολύπλοκονεοελλ.1. πλέκω κάτι με κάτι άλλο, εμπλέκω, μπερδεύω2. μτφ. παρεμβάλλω προσκόμματα, δυσχεραίνω, οδηγώ σε αδιέξοδο («μην περιπλέκεις άλλο τα πράγματα, αρκετά μπλεγμένη είναι η κατάσταση»)3. φρ. «περιπεπλεγμένη περιπλοκή» — λέγεται προκειμένου να δηλωθεί μια κατάσταση στο έπακρο περίπλοκηαρχ.1. (ενεργ. και παθ.) περιπλέκομαιπεριβάλλω με τους βραχίονες, αγκαλιάζω (α. «ἡ δ' ἐχάρη καὶ ἀπὸ λέκτροιο θοροῡσα γρηϊ περιπλέχθη», Ομ. Οδ.β. «περιπλέξασα ταῑς χερσὶν ἀμφοτέραις τοὺς πόδας τοῡ Μαρκίου», Διον. Αλ.)2. περιτυλίγω με κάτι3. (σχετικά με φάρμακα) αναμιγνύω4. περικαλύπτω με περιφράσεις ή ασάφειες, μιλώ με πλάγιο τρόπο («αἰσχυνόμενος δὲ περιπλέκει τὴν συμφοράν», Γαλ.)5. παρεκβαίνω από τον λόγο μου6. μτφ. ενστερνίζομαι7. παθ. (για φίδι) είμαι κουλουριασμένος8. φρ. α) «δεσμὰ περιπλέκεταί τινι» — εμπλέκονται γύρω από κάποιον δεσμά, σχοινιάβ) «φιλία περιπλεκομένη»(για κόλακα) φιλία με υπερβολικές εκδηλώσεις, κατά την οποία επιδεικνύονται ύποπτη προθυμία ή ζήλος («οὐκ ἀληθινῆς φιλίας οὐδὲ σώφρονος ἀλλ' ἑταιρούσης καὶ περιπλεκομένης», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.